- καλυτέρεμα
- το η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καλυτερεύω, διόρθωμα, φτιάξιμο: Δε βλέπω καλυτέρεμα της υγείας του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλυτέρεμα — το [καλυτερεύω] καλυτέρευση* … Dictionary of Greek
καλυτεροσύνη — η [καλύτερος] καλυτέρευση, καλυτέρεμα … Dictionary of Greek